- φωτοδέκτης
- και φωτοϋποδοχέας, ο, Ν1. βιολ. α) αισθητήριο όργανο που αποκρίνεται στο φως, όπως είναι λ.χ. το μάτιβ) κύτταρο ή τμήμα κυττάρου που είναι ευαίσθητο στο φως και εξασφαλίζει την μετατροπή τών κβάντων φωτός σε νευρικές ώσειςγ) μόριο ευαίσθητο στο φως, το οποίο αντιδρά στην παρουσία του, όπως είναι λ.χ. η ροδοψίνη τού οφθαλμού2. βοτ. ουσία ικανή να δεσμεύσει τη φυσική ενέργεια και τελικά να τήν μεταβιβάσει σε άλλα βιοχημικά συστήματα, όπως είναι η χλωροφύλλη.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. photoreceptor].
Dictionary of Greek. 2013.